προκριτικός

προκριτικός
-ή, -όν, Α [προκρίνω]
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε πρόκριση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προκριτικόν
α) λόγος, αιτία προτίμησης
β) εσφ. ανάγν. στον Πλούτ. αντί τού Κρητικός
3. φρ. «προκριτικὸς παροξυσμός»
(για ασθένεια) παροξυσμός που προδηλώνει, που προαναγγέλλει κρίση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προκριτικόν — προκριτικός of masc acc sg προκριτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”